Η κληρονομιά του μακρόσυρτου
χρόνου της μεταπολίτευσης δεν είναι ο δικομματισμός. Ο δικομματισμός ήταν το
σύμπτωμα μιας κοινωνικής συμπεριφοράς η οποία είλκε την καταγωγή της από τα
σκοτεινά χρόνια του εμφυλίου, στα χρόνια της μεταπολίτευσης όμως προγραμμάτισε
το πολιτικό δράμα της σκηνής της δημοκρατίας. Αυτήν προσπάθησε να θεραπεύσει ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής, και απ’ αυτήν βιοπορίσθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, με
αποτέλεσμα να την επιβάλλει σε όλη την πολιτική ζωή.
Ηταν η συμπεριφορά του
ριζοσπαστισμού, ένα παιχνίδι στο οποίο ο πιο αδιάλλακτος, ο ασυμβίβαστος
βγαίνει κερδισμένος. Οι γενιές που αποτελούν σήμερα τον «ενεργό πληθυσμό» της
χώρας έχουν εκπαιδευθεί πολιτικά, αλλά και κοινωνικά, στην αδιαλλαξία. Το «όχι»
μας είναι πιο εύκολο και ακούγεται πιο εύηχο από το «ναι».
Η θεαματική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, ο
οποίος μέσα σε τέσσερα χρόνια κατάφερε από καρατερίστας του πολιτικού δράματος
να αναλάβει ρόλο πρωταγωνιστή, στηρίχθηκε σ’ αυτήν ακριβώς τη νοοτροπία. Ο
διχασμός σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» ήταν η μετάφραση του παλιού
διχασμού «δεξιάς» και «αριστεράς» στα χρόνια της κρίσης. Δημιούργησε τη δική
του δυναμική.
Η τράπουλα μοιράστηκε ξανά, οι συμμαχίες μετατοπίσθηκαν μαζί με
το όριο του δικομματισμού, πλην όμως το παιχνίδι συνεχίστηκε να παίζεται με
όρους ριζοσπαστισμού και αδιαλλαξίας. Ετσι διέπρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση
και έτσι πολιτεύθηκε στην κυβέρνηση. Μετέφρασε το «Βυθίσατε το Χόρα» του αειμνήστου
σε «Οχι στα Μνημόνια».
Η αδιάλλακτη συμπεριφορά στη
διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ακόμη και στις γραφικές της εκδοχές, όπως οι
ενδυματολογικές λεπτομέρειες, απομάκρυνε την Ελλάδα από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Τους δώσαμε να καταλάβουν, στην κυριολεξία, πως το πρόβλημα με τη χώρα μας δεν
είναι μόνον οικονομικό. Είναι ζήτημα πολιτικής νοοτροπίας.
Το ευρωπαϊκό
οικοδόμημα χτίστηκε στη νοοτροπία της συναλλαγής και των συμβιβασμών. Η
δημοκρατία, από αρχαιοτάτων χρόνων, είναι το πολίτευμα της πραότητας. Το ιδανικό
της ήταν η εξουδετέρωση των συγκρούσεων με την αναγωγή τους σε ένα κέντρο, τη
συνέλευση των πολιτών, όπου δεν υπήρχαν νικητές και ηττημένοι. Νικητής ήταν η
πόλη .
Το δημοψήφισμα ήταν ένας ακόμη
σπασμός της πολιτικής της αδιαλλαξίας, μια θεσμική αναγνώριση του κινήματος των
«Αγανακτισμένων». Οσα ακολούθησαν που μας οδήγησαν στις εκλογές μπορεί να
αποδειχθούν ο επικήδειος του πνεύματος της μεταπολίτευσης. Αν επαληθευθεί η
ρευστότητα των δημοσκοπήσεων, τα φαντάσματα της αδιαλλαξίας θα αποδειχθούν φαντάσματα.
Αν είναι κάτι που κάνει αυτές τις εκλογές κρίσιμες είναι η απουσία κρίσιμων
συγκρούσεων ανάμεσα στους διεκδικητές της ψήφου μας. Η κουρασμένη ελληνική
κοινωνία δεν χρειάζεται «σκληρές μάχες». Δημοκρατία χρειάζεται και πολιτικούς
που ξέρουν να την υπηρετήσουν. «Γάλλοι, μία ακόμη προσπάθεια αν θέλουμε να
γίνουμε δημοκράτες», που έλεγε και ο σκοτεινός Σαντ – τον θυμήθηκα ξανά.
Πώς θα αντιμετωπίσουμε το
προσφυγικό; Υπάρχει τρόπος για ανάταξη της παιδείας μετά τα πολλαπλά
εμφράγματα; Υπάρχουν τρόποι για να απαλλαγεί ο δημόσιος βίος από την τυραννία
του βαθέως κράτους; Πώς το ’λεγε ο Χατζιδάκις; Είναι κρίμα να τα βρούμε με την
Τουρκία και να στερηθούμε έναν τέτοιο εχθρό.